Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἕρπνουν — masc/fem acc sg ἕρπνουν neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπνουν — ἔρπουν (Α) λέξη που έπλασε ο Πλάτων για να ετυμολογήσει τη λ. τερπνόν … Dictionary of Greek